- λιμένες
- λιμήνharbourmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλοί Λιμένες — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μοιρών … Dictionary of Greek
Mires — Stadtgemeinde Mires (1949–2010) Δήμος Μοιρών (Μοίρες) … Deutsch Wikipedia
Moires — Gemeinde Mires Δήμος Μοιρών (Μοίρες) DEC … Deutsch Wikipedia
Mavros Volakas — Μαύρος Βώλακας Geography Coordinates: 35°05′48″N 24°37′01″E / … Wikipedia
AGRII — I. AGRII Titanes sic dicti. Hesych. Α῎γριοι θεοὶ, οἱ Τιτᾶνες. Idem Α῎γριοι λιμένες, τόπος εν Ε῞ρμωνι. Forte leg. εν Ε῾ρμιώνῃ, vel Α᾿ρμενία. II. AGRII populi quidam, qui et Cynomolgi. Strab. l. 10 … Hofmann J. Lexicon universale
ASTERIS — insul. quam sic describit Homer. Od. r. v. 844. Ε῎ςτε δέ τις νῆσος μέςςη ἁλὶ πετρἠεςςα, Μεςςηγὺς Ι᾿θάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέςςης Α᾿ςτερὶς, οὐ μεγάλη, λιμένες δ᾿ ενὶ νάυλοχοι ἀυτῇ Α᾿μφίδυμοι … Hofmann J. Lexicon universale
FOSSA — I. FOSSA apud Stat. l. 5. Sylv. 3. v. 93. et seqq. Illic Oebalio non finderet aera disco. Graiorum vis ulla virûm: non arva rigaret Sudor equûm, aut putri sonitum daret ungula fossae: Locus est, ad equorum cursum eftoslus, et comparatus, de quo… … Hofmann J. Lexicon universale
REFUGIA — aupd Ulpianum ICti l. 13. de Usufr. sunt porticus seu cryptae; cuiusmodi loca sibi comparabant, qui inter ambulandum, exercendum aut vescendum, neque aestatis neuqe hiemis ferre poterant incommoda. Hypogaeos deambulationes vocat Vitruvius, l. 5.… … Hofmann J. Lexicon universale
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… … Dictionary of Greek